ναυλαγορά — η το σύστημα διαμόρφωσης τών συνθηκών για τις ναυλώσεις πλοίων και καθορισμού τών τιμών τών ναύλων 2. ο τόπος όπου γίνεται προσφορά και ζήτηση ναύλων, όπου δηλαδή προσφέρονται και ζητούνται φορτία ή επιβάτες για μεταφορά με εμπορικά πλοία.… … Dictionary of Greek
ναυλολόγιο — το ναυτ. 1. κατάλογος που αναγράφει τις τιμές τών ναύλων κατά είδος εμπορευμάτων και μονάδα όγκου 2. πίνακας που περιέχει τις τιμές τών ναύλων μεταφοράς προσώπων ή εμπορευμάτων με πλοία τών ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, ο οποίος καταρτίζεται από το… … Dictionary of Greek
ναυλάριθμος — και ναυλοτιμάριθμος, ο ναυτ. δείκτης που καταρτίζεται από αρχές, οργανισμούς ή ναυτιλιακές επιχειρήσεις και αφορά την εξέλιξη τών ναύλων με βάση ένα συγκεκριμένο έτος, το οποίο χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 100. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + αριθμός /… … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek
πράκτορας — ο, η / πράκτωρ, ορος, ΝΑ, θηλ. και πρακτόρισσα, Ν, και πρακτόρεια, Α νεοελλ. 1. (νομ.) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διεκπεραιώνει, με αμοιβή, ξένες υποθέσεις ή παρέχει συμβουλές και πληροφορίες κατά τις συναλλαγές, όπως λ.χ. για αγορά πραγμάτων,… … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek